τσεβδίζω

τσεβδίζω
τσεβδίζω, τσέβδισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσεβδίζω — Ν βλ. τσευβίζω …   Dictionary of Greek

  • τσεβδίζω — τσέβδισα, ψευδίζω, είμαι τσεβδός, τραυλίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσευδίζω — και τσεβδίζω Ν [τσευδός / τσεβδός] ψευδίζω …   Dictionary of Greek

  • τσευδισμός — και τσεβδισμός, ο, Ν [τσευδίζω / τσεβδίζω] ψευδισμός …   Dictionary of Greek

  • τσεύδισμα — και τσέβδισμα, το, Ν [τσευδίζω / τσεβδίζω] ψεύδισμα …   Dictionary of Greek

  • τσευδίζω — βλ. τσεβδίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”